- εμπυηματικός
- -ή, -όπου προκαλεί εμπύημα ή που πάσχει από εμπύημα, αποστηματικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμπυηματικός — ή, ό (AM ἐμπυηματικός, ή, όν) ιατρ. αυτός που εμφανίζει ή προκαλεί εμπύημα … Dictionary of Greek
ἐμπυηματικῶν — ἐμπυηματικός suppurating fem gen pl ἐμπυηματικός suppurating masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπυϊκός — ή, ό (Α ἐμπυϊκός, ή, όν) 1. εμπυηματικός 2. αυτός που έχει εμπύημα, ο έμπυος … Dictionary of Greek
εμπυητικός — ή, ό εμπυηματικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)